- κηρυκικός
- κηρυκικός, -ή, -όν (Α) [κήρυξ]1. αυτός που ανήκει σε κήρυκα2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κηρυκικήη τέχνη τού κήρυκα («κελευστικῆ, κηρυκικῇ καὶ πολλαῑς ἑτέραις τούτων τέχναις συγγενέσιν», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κηρυκικόν — κηρῡκικόν , κηρυκικός of heralds masc acc sg κηρῡκικόν , κηρυκικός of heralds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήρυκας — ο (ΑΜ κήρυξ και κήρυξ, υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ) 1. αυτός που κηρύσσει κάτι μεγαλοφώνως στο πλήθος, διαλαλητής, ντελάλης («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο… … Dictionary of Greek
κηρυκτικός — κηρυκτικός, ή, όν (Α) [κηρυκτός] 1. κηρυκικός* 2. τίτλος ενός λόγου που αποδίδεται στον Μέγα Αθανάσιο … Dictionary of Greek
κηρύκινος — κηρύκινος, ίνη, ον (Α) [κήρυξ] 1. κηρυκικός, αυτός που ανήκει σε κήρυκα 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κηρυκίνη α) η κηρύκαινα* β) (ενν. αρχή) το αξίωμα τού κήρυκα … Dictionary of Greek
ՔԱՐՈԶԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0999 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 13c ա. κηρυκικός ad praeconium vel praeconem pertinens. Սեպհական քարոզութեան եւ քարոզչի. *Լուուցանեն իբրեւ քարոզական բարբառեալ ձայնիւ: Սա մեզ խըրատ՝ օրըստօրէ քարոզական. Պիտ.: Երզն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
κηρυκικῇ — κηρῡκικῇ , κηρυκικός of heralds fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρυκική — κηρῡκική , κηρυκικός of heralds fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)